ανιπρόκοπος
Смотреть что такое "ανιπρόκοπος" в других словарях:
ανεπρόκοπος — ανεπρόκοπος, η, ο και ανιπρόκοπος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προκόβει στη ζωή του, κακομοίρης, τεμπέλης, αχαΐρευτος: Είδες τον ανεπρόκοπο, άφησε τις ελιές αμάζευτες και τις πήραν οι βροχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)